- κάθαιρον
- καθαίρωcleanseimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)καθαίρωcleanseimperf ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθαῖρον — καθαίρω cleanse pres part act masc voc sg καθαίρω cleanse pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμαγωγός — όν, Α αυτός που εξάγει, που καθαρίζει τα φλέγματα («τὸ καθαῖρον φάρμακον..., ὅ καλοῦσι φλεγμαγωγόν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα + ἀγωγός (πρβλ. ὑδρ αγωγός)] … Dictionary of Greek